προφύλαξη

προφύλαξη
[-ις (-εως)] η
1) профилактика; 2) оберегание; бережное отношение; 3) осторожность, осмотрительность, предосторожность;

με προφύλαξη — осторожно;

χάριν προφύλαξης — из предосторожности


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "προφύλαξη" в других словарях:

  • προφύλαξη — η / προφύλαξις, άξεως, ΝΜΑ [προφυλάσσω] το να προφυλάσσεται κάποιος από κάτι …   Dictionary of Greek

  • προφύλαξη — η το να προφυλάγει ή να προφυλάγεται κανείς, η πρόνοια, η προσοχή για αποφυγή του κακού: Περάσαμε τα σύνορα με μεγάλες προφυλάξεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… …   Dictionary of Greek

  • προφυλακτικός — ή, ό / προφυλακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και προφυλαχτικός, ή, όν Ν [προφυλάσσω] ο κατάλληλος να προφυλάξει από κάτι, αυτός που λαμβάνεται για προφύλαξη (α. «προφυλακτικά μέτρα» β. «προφυλακτικὸν ἰοβόλων», Διοσκ. γ. «προφυλακτικὴ ζώνη», Γαλ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • σκέπη — η, ΝΜΑ 1. σκέπασμα, κάλυμμα 2. μτφ. προ κάλυψη, προφύλαξη, προστασία, υπεράσπιση (α. «φύλαξόν με υπό την σκέπην σου», εκκλ. β. «ὑπὸ τήν σκέπην τών σων προσέρχομαι πτερύγων», Πρόδρ. γ. «ἐν σκέπῃ τοῡ πολέμου», προφύλαξη από τον πόλεμο, Ηρόδ. δ.… …   Dictionary of Greek

  • ιντερφερόνες — Oυσίες πρωτεϊνικής φύσης, που παράγονται από τα κύτταρα όλων των σπονδυλωτών, όταν αυτά μολυνθούν με οποιονδήποτε ιό. Οι ουσίες αυτές επιδρούν στα γειτονικά κύτταρα, τα οποία αποκτούν ένα είδος πρόσκαιρης ανοσίας προς οποιονδήποτε ιό και επομένως …   Dictionary of Greek

  • έλυτρο — το (AM ἔλυτρον) περίβλημα, θήκη, περικάλυμμα νεοελλ. 1. πέταλο το οποίο περιβάλλει διάφορα όργανα (τένοντες, μυς, χόνδρους) 2. σκληρή και δερματώδης πτέρυγα μερικών εντόμων που χρησιμεύει ως θήκη για την προφύλαξη τής κατώτερης πτέρυγας 3.… …   Dictionary of Greek

  • καλαμωτός — ή, ό (Μ καλαμωτός, ή, όν) [καλαμώ] νεοελλ. 1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμια, ο καλαμένιος («καλαμωτή καλύβα») 2. το θηλ. ως ουσ. η καλαμωτή α) πλέγμα από καλάμια, το οποίο περιβάλλει, περιζώνει κάτι β) καλαμένιος φράκτης κήπων που… …   Dictionary of Greek

  • προστασία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προστασίη Α 1. επιμέλεια, φροντίδα (α. «προστασία τού περιβάλλοντος» β. «δι ἥν ποιεῑται ἡμῶν προστασίαν», πάπ.) 2. υπεράσπιση, προάσπιση, προφύλαξη, περιφρούρηση (α. «προστασία τών ανθρώπινων δικαιωμάτων» β. «ἀπογνῶναι δὲ… …   Dictionary of Greek

  • προφυλακή — Νησί στη νότια πλευρά της Λέσβου και NΔ του ακρωτηρίου Αγρελιός. Το νησί βρίσκεται στα αριστερά εκείνου που προσπλέει από τα N τον κόλπο της Γέρας. * * * η, ΝΜΑ [φυλακή] εμπροσθοφυλακή, στρατιωτική δύναμη η οποία αποσπάται από τον κύριο όγκο τού… …   Dictionary of Greek

  • σκέπαστρο — το / σκέπαστρον, ΝΑ σκεπαστήριο, σκέπασμα νεοελλ. 1. κατασκεύασμα που χρησιμεύει για κάλυψη, απόκρυψη ή προφύλαξη 2. στρ. οχυρωματικό έργο που προφυλάσσει τους σταθμούς διοίκησης, τους μαχητές, τα πυροβόλα, τα πυρομαχικά, τα οχήματα από τα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»